Ολβία

Ολβία
Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646-645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικότατο εμπορικό κέντρο, όπου διεξαγόταν κυρίως η ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ Ελλήνων και Σκυθών. Από την πόλη αυτή υπάρχουν ελάχιστα λείψανα, γιατί τα ερείπια των κτιρίων της χρησιμοποιήθηκαν επί αιώνες ως οικοδομικό υλικό των γύρω περιοχών, φτωχών σε ξυλεία και σε πέτρα. Στη νεκρόπολη της ανασκάφηκαν μεγάλοι τύμβοι, χρονολογούμενοι στον 4o και 3o αι. π.X., που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα νεκρικά έθιμα των νομάδων Σκυθών, στα οποία περιλαμβανόταν και η σφαγή των αλόγων του νεκρού πολεμιστή, που θάβονταν στην είσοδο του τάφου του. 2. Αποικία Αθηναίων και Θεσπιέων στα βορειοανατολικά παράλια της Σαρδηνίας. Είχε προφυλαγμένο λιμάνι και είχε φτάσει σε μεγάλη εμπορική ακμή την εποχή που οι Καρχηδόνιοι κυριαρχούσαν στη θάλασσα, και αργότερα στη ρωμαϊκή περίοδο. Μερικά ερείπια από μνημεία της βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν κοντά στη σημερινή πόλη Τέρα Νόβα. 3. Πόλη της Βιθυνίας, που είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια της πόλης Αστακός, γι’ αυτό και ο κόλπος της ονομαζόταν Ολβιανός ή Αστακηνός. Αργότερα έγινε έδρα των βασιλέων της Βιθυνίας και μετονομάστηκε σε Νικομήδεια από τον βασιλιά Νικομήδη. 4. Πόλη της Παμφυλίας. Ήταν οχυρωμένη πόλη, χτισμένη σε ψηλό σημείο, κοντά στον ποταμό Καταρράκτη. 5. Πόλη της Ναρβωνικής Γαλατίας, χτισμένη από Έλληνες αποίκους της Μασσαλίας. Οι κάτοικοι της ήταν εύποροι γιατί εμπορεύονταν την ξυλεία των Άλπεων 6,7,8. Με την ίδια ονομασία υπήρχαν πόλεις στην Ιβηρία, στην Ιλλυρία και στη Μεσοποταμία.
* * *
Ὀλβία, ἡ (Α) [όλβος]
ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη αποικία τών Μιλησίων στη Σκυθία, που ιδρύθηκε περί το 645 π.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὀλβία — Ὀλβίᾱ , Ὀλβία the Alps fem nom/voc/acc dual Ὀλβίᾱ , Ὀλβία the Alps fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱ , Ὀλβίη fem nom/voc/acc dual Ὀλβίᾱ , Ὀλβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβία — ὀλβίᾱ , ὄλβιος happy fem nom/voc/acc dual ὀλβίᾱ , ὄλβιος happy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱ , ὀλβία bliss fem nom/voc/acc dual ὀλβίᾱ , ὀλβία bliss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλβίᾳ — Ὀλβίᾱͅ , Ὀλβία the Alps fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱͅ , Ὀλβίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίᾳ — ὀλβίᾱͅ , ὄλβιος happy fem dat sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱͅ , ὀλβία bliss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλβια — the Alps neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Όλβια — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ὄλβια — ὄλβιος happy neut nom/voc/acc pl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλβίας — Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίας — ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem acc pl ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem gen sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem acc pl ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”